- Γαλατικῇ
- Γαλατικόςfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γαλατική — Γαλατικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gladius — This article is about the sword. For other uses, see Gladius (disambiguation). Gladius Replica pseudo Pompeii gladius. Type Armin … Wikipedia
FIBLA — pro FIBULA, in vet. Inser. PRAEPOSITUM A. FIBLIS. PRAEPOSITUM. A. CRYSTALLINIS. Unde Fiblatorium, pro Fibulatorium, nonnullis ipsa Fibula: apud Anastraf. in Greg. III. qui id inter ministeria sacra reponit, Contulit dona diversarum specierum… … Hofmann J. Lexicon universale
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ίορκος — ἴορκος, ὁ (Α) η δορκάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από τη Γαλατική (βλ. και λ. δορκάς)] … Dictionary of Greek
γαλατικός — ή, ό (AM γαλατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Γαλάτες ή στη Γαλατία νεοελλ. φρ. «γαλατική ευγένεια ή λεπτότητα» κ.λπ. γαλλική ευγένεια, τρόποι που αρμόζουν στην κομψότητα τών Γάλλων … Dictionary of Greek
κάρπεντον — κάρπεντον, τὸ (Α) είδος άμαξας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carpentum (δάνειο από τη Γαλατική)] … Dictionary of Greek
κανθός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ευβοέα Καννίδη και εγγονός του Άβαντα. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και σκοτώθηκε στην Κολχίδα από τον βασιλιά των Ιαπύγων. Μερικοί τον θεωρούν επώνυμο της πόλης Ακάνθου της Χαλκιδικής, που… … Dictionary of Greek
μανιάκης — μανιάκης, ὁ (ΑM) χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι Πέρσες και οι Γαλάτες γύρω από τον τράχηλο ή γύρω από τον βραχίονα («τῶν μὲν συμμάχων ψέλια χρυσᾱ καὶ μανιάκας... φερομένων», Πλούτ.) μσν. χρυσό περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από τη… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek